16/7/22

Κάνω comeback?


Έχουν περάσει 10 χρόνια από την τελευταία φορά που έγραψα εδώ. 

Τον Απρίλιο 2012 έφυγα από την Αθήνα όπου ζούσα για 8 χρόνια. Άντεξα κι έζησα μερικούς μήνες μετά τον φρικτό θάνατο ενός φίλου, γεγονός που με διέλυσε. Κι έπειτα πήρα τη γενναία απόφαση να γυρίσω στο πατρικό. Επέστεψα στη γενέτειρά μου τη Βέροια, μια δύσκολη απόφαση, όπου βίωσα έναν άσχημο χωρισμό και τον ξεριζωμό από όσα όσα θεωρούσα δεδομένα στη μέχρι τότε ζωή μου. Το αγόρι που αγαπούσα κι εμπιστευόμουν δεν ήταν αυτός που νόμιζα, ο φίλος μας που σκοτώθηκε ήταν κι αυτός θύμα μιας πλεκτάνης που είχε στήσει όλη η ως τότε "παρέα μου", όλα αποδείχτηκαν κενά, σάπια και μάταια κι εμένα μου είχε κοπεί η αναπνοή, είχα χάσει κάθε όρεξη για ζωή, ήμουν σακατεμένη κι ανήμπορη να κάνω το οτιδήποτε. Δεν είχα κανέναν να τα πω.  Ο κόσμος μου όλος είχε γκρεμιστεί, ήμουν σε μια ξένη πόλη -κι ας είχα γεννηθεί και μεγαλώσει εκεί-, είχα χωρίσει άσχημα, είχα χάσει τον κολλητό μου που σκοτώθηκε βγάζοντας φωτογραφίες, είχα για το λόγο αυτό σταματήσει να βγάζω κι εγώ φωτογραφίες. Eίχα ξεκόψει από την τότε παρέα που το έπαιζαν αθώοι κι αγαπημένοι κι από πίσω είχαν κάνει τα τέρατα, δεν είχα δουλειά, δεν είχα σπίτι δικό μου, δεν είχα φίλους, ήμουν χαμένη. 

Το καλοκαίρι του 2012 πήγα στη Σουηδία ταξίδι για να συνέλθω. Έκατσα 1 μήνα. Όταν επέστρεψα πάλι στη Βέροια, είπα "εγώ θα πάω να ζήσω εκεί" και δεν είχα κανένα πλάνο για το μέλλον μου στην Ελλάδα. Η ζωή τα φέρνει έτσι όμως και έτυχε και τα έφτιαξα με ένα αγόρι. "Μόνο για το καλοκαίρι", είπα μέσα μου, ένα καλοκαίρι που ήδη έφτανε στο τέλος του. 

Το φθινόπωρο του 2013 ξαναταξίδεψα στη Σουηδία, για 1 βδομάδα, με εισιτήριο επιστροφής. Έμεινα εκεί 4 χρόνια. 

Μέσα σε αυτό το διάστημα δοκιμάστηκα σε άπειρες δουλειές, που ούτε καν φανταζόμουν, κυρίως χειρωνακτικές και όλες σε μια γλώσσα που δεν ήταν η μητρική μου, σε μια κουλτούρα παντελώς ανοικεία. 

Μπούχτισα από μετακομίσεις και συγκατοικήσεις ή γειτινιάσεις με κάθε καρυδιάς καρύδι, γνώρισα λαούς κι έθιμα από την άλλη άκρη της γης, επιβίωσα σε πολικές θερμοκρασίες και κοιμήθηκα σε νύχτες που δε νύχτωναν. Φόρεσα τα περισσότερα ρούχα που έχω φορέσει ποτέ, το ένα πάνω από το άλλο, ταξίδευα μισή και μία ώρα μέσα στα χιόνια και το σκοτάδι για να πάω στη δουλειά μου νύχτα και να γυρίσω πάλι νύχτα. 

Έζησα περιπέτειες που με καθόρισαν και μου άλλαξαν τη ζωή και τον τρόπο σκέψης. Ερωτεύτηκα τη σκανδιναβική φύση με τα δάση και τα πουλιά της, τα ελαφάκια και τους ταράνδους κάτω από το παράθυρό μου και το συγκλονιστικό βόρειο σέλας πάνω από τα κεφάλια μας. Έμαθα την ταπεινότητα και την αδιάκοπη προσπάθεια, έγινα εφευρετική και γνώρισα τον -τότε- εαυτό μου εις βάθος. 

Έκανα την καθαρίστρια αλλά και την κρεπατζού σε καντίνα, δούλεψα στις πωλήσεις σε mall και σε συνεργείο καθαρισμού σε τεράστια κτήρια και οικοδομές, έκανα τη διασκάλα σε παιδικό σταθμό και τη φωτογράφο σε events. 

Εισήχθην στο οικοσύστημα των startups και της επιχειρηματικότητας και κάπου εκεί και κάπως έτσι, για πρώτη, ίσως, φορά στη ζωή μου, ένιωσα να εκτιμώνται τα ταλέντα μου και να αντιμετωπίζομαι αξιοκρατικά. Και να πιστεύω ότι μπορώ να καταφέρω περισσότερα από όσα νομίζω κι από όσα με περιορίζουν. Και δώστου να οργανώνω events και να φτιάχνω designs και lettering και να με χρίζουν art director χωρίς να έχω ούτε μια τόση δα εμπειρία ή εκπαίδευση από Καλών Τεχνών. Είχα όμως εμπειρία, είχα ταλέντο κι αισθητική και μια ποιότητα που ήξεραν να τη διακρίνουν οι "ξένοι".

Έκανα φίλους και σχέσεις ζωής. Από όλα τα μέρη της γης. 

Και το καλοκαίρι του 2017 κατέβηκα στην Ελλάδα για διακοπές κι έκτοτε δεν ξαναγύρισα πάνω. Τα πράγματά μου ήρθαν με νταλίκα ενάμιση χρόνο αργότερα. 

(to be continued..)

5/9/12

εμείς οι άλλοι.


Σε παρακαλώ. Άκου αυτό.
Άκου το. Τώρα.
Κλείσε τα μάτια.
Πες μου τι βλέπεις
Γιάλοβα, Λιμνοθάλασσα, ερωδιοί και ροζ φλαμίνγκο.
Βοϊδοκοιλιά και ομορφιά απέραντη. Και απαράμιλλη.



Άμμος ψιλή, κοράλλια σπασμένα, θρύψαλλα, σκόνη, σχεδόν σκέτο χρώμα.  Μαζί με το κύμα που έρχεται-φεύγει. Μια ροζ αφήνουν στην άκρη του νερού γραμμή.



Κι Εμείς.
Εμείς.

- - - - - - - - - - - - - - - - - -

ταλαιπώρια. κρύο. σακατεμένα απ'την τρεχάλα κορμιά. ληστείες, αρρώστιες, μετακομίσεις, έρωτες, πάθη, καυγάδες, μπελάδες, πάρτυ, ποτά, μουσικάρες, παρέες, ποτάρες, ουζάρες, ξενύχτια, ατέλειωτες υπνάρες, πετσέτες απλωμένες μονίμως στο μπαλκόνι. και σεντόνια.




 βιβλία και τηλέφωνα και ένα σιντί του αλκίνοου που είχαμε σκυλοβαρεθεί να ακούμε τη νεροποντή αλλά δεν είχαμε και κανα άλλο, χαρτιά παντού παντού παντού, όλο τα συμμαζεύαμε κι όλο σκόρπια ήταν και δώστου να γράφουμε η μία στην άλλη σημειώματα, αγάπες μου το’να κι αγάπες μου τ’άλλο, να πάρεις γιαούρτι, να πάρεις ψωμί, κλέψε απ’ το ξενοδοχείο κανα ρολό χαρτί,
















 θα σας τα πω στο ρεπό, βάρδιες βραδινές, βάρδιες πρωινές, χανόμασταν και πιο πολύ δενόμασταν έτσι, έναν καφέ ξαπλωμένες παντού στα βίντατζ έπιπλα να πούμε τα νέα πριν προλάβει ο ήλιος του ρεπό να δύσει και αχ ιστορίες και ίντριγκες και φωνές, γέλια, χαμός, τι ατάκες, τι θυμοί, πόση κούραση, είχατε παιδάκια χτες, πώς πήγε; Γιατί να κοιμούνται οι μισές όταν οι άλλες δουλεύουν κι έχουμε χάσει τη βολή μας, ε, μαλάκες το χειμώνα να βρεθούμε, τι θα φάμε, πάμε μια μανταλένα και μετά πόρτες,



 κι έπειτα σπίτι σαγιοναράτες να σέρνουμε τα πόδια μας σε ένα μωσαϊκό από δικές μας φωτογραφίες,




 πόσο άραγε να αντέχουν στο χρόνο κι είναι στ’ αλήθεια αθάνατα αυτά τα πατώματα;





 Ώρες και μέρες να τρίβουμε το σπίτι για να αλλάξει χρώμα και σπίτι να λέγεται, ώρες και μέρες σαν έμβρυα, μήνες, σε μήτρες διπλές, τετραπλές, σε δωμάτια στη μεθώνη, 



με ξύπνημα άκυρο και οτοστόπ και τσιγάρο με κουβέρτες τυλιγμένες στο έναστρο μπαλκόνι και το κάστρο να μη φωτίζεται ποτέ κι ο ένας τοίχος να σείεται από τα γέλια από τις πορδές



 και να πηδάμε στα κρεβάτια για να βγάλουμε φωτό με τη λόμο και κύκλους να κάνουν οι δορυφόροι-φωτάκια γύρω από τους καρπούς μας για να βγει ένα σχήμα, πρωινό στα μπωλάκια και τα πλένεις στο μπάνιο με τα σαπουνάκια τα ψεύτικα κι άμα πας στη δουλειά ίσως χτυπήσεις πολύ και πονάς όποτε πας να γελάσεις και να θες συνεχώς να ξεκαρδιστείς, ύστερα πάλι μια μικρή αγκαλιά στα χωράφια της Γιάλοβας  με μπιρίμπα και σούπες ντοματένιες με πιπέρι να σε στέλνει πάλι στην αρχή γιατί υπήρξαν εισβολείς και τι ατυχία που όσα πήραν ήταν σπουδαία αλλά όχι όσο η φιλία που δεν μπορεί να παρθεί και πάρε σακούλα με τα βρακιά σου και καμιά μπλούζα γιατί θα κοιμηθείτε κάπου απόψε αλλά κανείς το πού δεν ξέρει και άλλο ζόρι κι άλλο μπελά κι άλλη πόλη κι άλλη Πύλος




 και τελικά χρειαζόταν κι άλλο στρίψιμο η λάμπα για να μπει στο φις και να κάνει επαφή και να ανάψει κι είμαστε όλες μας μαζί, φωτεινές, δυνατές και ζεστές, κίτρινες και πορτοκαλένιες, σαν μέρες καλοκαιριού, σαν φωτιά και σαν ήλιος και σαν λάμπας που άναψε και που καίει ακόμα,  φως. 



ε μ ε ί ς.
οι άλλοι.



Νίνα
Κατρίν
Κατερίνα
Όλγα


31/7/12


γύρισα σπίτι και βρήκα έναν θάνατο στον καναπέ.

τα κλειδιά τα είχα αφήσει σε μια γειτόνισσα, έτσι λίγο τσαπερδόνα. έφερνε πού και πού καναν άντρα στο διαμέρισμα, έκανε τα δικά της. δε  με πείραζε. αρκεί που'μπαινε άνθρωπος στο σπίτι.

δε με ένοιαζε που θα΄ρχόμουν σ'ένα άδειο σπίτι. για την ακρίβεια, ήλπιζα να το βρω άδειο. καιρό τώρα είχα προσέξει πως κάποιος άφηνε μια γούβα στον καναπέ.
 μερικά τα βράδια την έπεφτα εκεί, κόκαλο απ΄τα ουϊσκια κι ανήμπορος να συρθώ ως το κρεβάτι μου. δε γούσταρα.
 τον μύριζα το θάνατο, σκεφτόμουν τα κόκκινα μάτια του σαν φανάρια με στοπ σε κάθε γωνία.
με τρόμαζε.

σήμερα γύρισα και με περίμενε εκεί.
με κοίταζε στα μάτια.
τέρμα τα ψέματα.

κι άρχισε να με τεμαχίζει με κοφτές, σίγουρες κινήσεις.

----------------------------------------------------------------------------------

ξημέρωσε κι εγώ βρισκόμουν σε κομμάτια στην κατάψυξη. δίπλα από μία μπριζόλα Αργεντινής και κάτι κεφτεδάκια.

μπορεί μια μέρα να με μαγειρέψουνε κι εμένα, σκέφτηκα, κι αμέσως έδιωξα τη σκέψη λες κι ήταν μύγα.

κανονικά σε τέτοιες θερμοκρασίες υπό του μηδενός, δεν μηδενίζει και η σκέψη;




δε θα το μάθουμε ποτέ.


.

27/3/12

Κυριακή.

αποσπάσματα από σημειώσεις για την ημέρα Κυριακή. έπεσαν ξανά στα χέρια μου στη μετακόμιση.

Άλλη μια Κυριακή βρεγμένη.
Μαύρη, ψηλή, ξερακιανή.
Ήρθαν τα παιδιά απ' τη Σαλονίκη. Χάρηκα όταν το'μαθα, περίμενα την Κυριακή μου, την Κυριακή μας.
Θα πηγαίναμε για φαγητό.
Δεν τηλεφώνησαν ποτέ.
Όταν τους έψαξα, έφαγα πόρτα.

Έψαξα τα κορίτσια.
Ετοιμάζονταν να φάνε.
"Νά'ρθω από'κεί;" σχεδόν κοκκίνισε η φωνή μου όταν το'πε.
"Δύσκολα μωρέ..Πού να'ρχεσαι τώρα ως εδώ.."
και το "εδώ", ήταν το Περιστέρι. Ούτε η Αλεξανδρούπολη, ούτε η Αμερική.
"Δύσκολα μωρέ.."
άκουσα αμέσως το γδούπο.

Πριν μέρες μ'αρνήθηκε μια φίλη. Για τρίτη φορά.
Το παιχνίδι γράφει πια game over.
Θρήνησα κι έκλαψα
Για τη χαμένη φιλία
Για κείνο το λόγο της που με άδειασε
Για τη δειλία της να παλέψει κι άλλο
Κι έπειτα έπαψα.
Έσκισα τη φωτογραφία μας
που
κολλημένη με μαγνητάκι στο ψυγείο
από άλλη εποχή
γελαστή και φίλη
σα να με χλεύαζε.


Μια Κυριακή όπως οι άλλες.
Ξύπνημα αργά.
Hangover.
Κατεβασμένα κινητά,
σπίτι αχούρι,
στομάχι άδειο,
μυαλό θολό.
Τις Κυριακές θέλω να γράψω ποιήματα, αλλά σαν σηκωθώ ζαλίζομαι.
Κι έτσι δε γράφω.

Τις Κυριακές χαζεύω αηδίες.
Συνταγές μαγειρικής,
χαζοσαπουνόπερες,
μπάλα,
διαφημίσεις.

Πάντα υπάρχει κάτι που θα μου δώσει αφορμή.

Θα'πρεπε να αδειάζω, να λυτρώνομαι.
Νομίζω πως με ποτίζω, όμως.

Τις Κυριακές εύχομαι να'χα αυτοκίνητο.
ή σκύλο.
ή και τα δυο.

Τις Κυριακές θέλω να ταξιδεύω.

---------------------------------------------
                                                                      Κυριακή 25 Μαρτίου 2012


Κι είχε έναν υπέρλαμπρο ήλιο
κι εμείς ξυπνήσαμε νωρίς
κι ας κοιμηθήκαμε αργά,
χαρούμενοι και φρέσκιοι
για την παρέα που μας περίμενε
κάπου στα βόρεια προάστεια
για φαγητό, κρασί, μαγειρική, παιχνίδια.


Κι έτρεχε τ'αμάξι φουριόζικο
κι η καινούργια μου κάμερα γυάλιζε στο φως
καθώς τραβούσα τις λεωφόρους
τα φανάρια
τους διαβάτες
τα παιδιά
κι έσκαγε αλύπητα στις λαμαρίνες
ο ήλιος του Μάρτη


κι είχαμε λέει παράθυρα ανοιχτά
κι είχαμε βγάλει απ'έξω τα χέρια
κι έμπαινε αέρας στα κοντομάνικά μας μέσα
κι ανατριχιάζαμε.
από χαρά, από κρύο, από ήλιο, ποιος να ξέρει.


και το cd στη διαπασών

"Τι κι αν η λύπη στο στήθος μου ξυπνά,
η ευτυχία ήσυχα στο πλάι μου κοιμάται.
Μοιάζει μ'εκείνα τα χαρούμενα παιδιά
πάνω στα ποδήλατα" *

και φούσκωσε η θάλασσα μέσα μου τόσο
και τίποτα πια δε σταματούσε τα δάκρυα που έτρεχαν πιο γρήγορα από το αμάξι.
Μια τέτοια μέρα
μια Κυριακή ηλιόλουστη
εσύ πάνω απ'τα σύννεφα
και το ποδήλατό σου, κάπου, να σκουριάζει.








* Δραμαμίνη - "Σέριφος", cd Το Σύμπαν Μέσα Μου


;;

Template by:
Free Blog Templates

eXTReMe Tracker